Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλιέρα η [filéra] Ο25α : ατσάλινο κοπτικό εργαλείο, με το οποίο διανοίγονται κοχλιώσεις (πάσα) στην εξωτερική επιφάνεια σωλήνων, μεταλλικών ράβδων κτλ.· βιδολόγος.
[ιταλ. filiera < γαλλ. filière]