Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλενάδα η [filenáδa] & φιλινάδα η [filináδa] Ο26 : (οικ.) 1. η φίλη (κυρ. γυναίκας): Πήγε στο σινεμά με τις φιλενάδες της. 2. η ερωμένη: Tον παράτησε η ~ του.
φιλεναδούλα η YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2. φιλεναδίτσα YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2. [φιλε-: μσν. φίλαιν(α) ίδ. σημ. -άδα κατά τα συννυφάδα, κουνιάδα < φίλ(ος) -αινα (ορθογρ. απλοπ.)· φιλι-: κατά το (λόγ.) φίλη(;)· φιλενάδ(α) -ούλα, -ίτσα]