Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλελεύθερος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλελεύθερος -η -ο [fileléfθeros] Ε5 : 1. που αγαπάει την ελευθερία: Έχει φιλελεύθερες ιδέες. 2. που κινείται, που δρα ή εκφράζεται στα πλαίσια του φιλελευθερισμού: Φιλελεύθερη πολιτική / οικονομία / ιδεολογία. Φιλελεύθερα ρεύματα / καθεστώτα. || που είναι οπαδός του φιλελευθερισμού: ~ πολιτικός. || (ως ουσ.) ο φιλελεύθερος, οπαδός του φιλελευθερισμού: Σύγκρουση των φιλελευθέρων με τους μοναρχικούς.

[λόγ.: 1: ελνστ. φιλελεύθερος· 2: σημδ. αγγλ. liberal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες