Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλελευθεροποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλελευθεροποιώ [filelefθeropió] -ούμαι Ρ10.9 : αίρω περιορισμούς και απαγορεύσεις, επιχειρώ φιλελευθεροποίηση: Tο καθεστώς / η κοινωνία / η οικονομία φιλελευθεροποιήθηκε.

[λόγ. φιλελεύθερ(ος)2 -ο- + -ποιώ απόδ. αγγλ. liberalize]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες