Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλελευθερισμός ο [filelefθerizmós] Ο17 : 1. το σύνολο των ιδεών, των θεωριών και των αρχών με τις οποίες διακηρύσσεται η ελευθερία του ατόμου στο οικονομικό, στο πολιτικό και στο θρησκευτικό επίπεδο· λιμπεραλισμός: Ο ~ ήρθε το 18ο αι. ως αντίδραση στους περιορισμούς του ατόμου από τη μεσαιωνική παράδοση. Πολιτικός / οικονομικός / θρησκευτικός ~. H ιδεολογία του φιλελευθερισμού στήριξε πολλές φορές απολυταρχικά καθεστώτα. 2. η προσήλωση στις αρχές του φιλελευθερισμού: Yπήρξε πάντα συνεπής στο φιλελευθερισμό του.
[λόγ. φιλελεύθερ(ος)2 -ισμός μτφρδ. αγγλ. liberalism]