Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλειρηνικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλειρηνικός -ή -ό [filirinikós] Ε1 : 1. που αγαπάει την ειρηνική, την ήσυ χη ζωή: Φιλειρηνικοί άνθρωποι / λαοί· (πρβ. ειρηνόφιλος). 2. που επιδιώ κει, που στοχεύει στην εξασφάλιση της ειρήνης: H κυβέρνηση ακολουθεί φιλειρηνική πολιτική.

[λόγ. < μσν. φιλειρηνικός < φιλ(ο)- + ειρηνικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες