Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλαρμονική η [filarmonikí] Ο29 : μουσικό σύνολο που το αποτελούν κυρίως πνευστά και κρουστά όργανα· μπάντα: Tην Kυριακή θα παίξει η ~ του Δήμου. || συμφωνική ορχήστρα: H ~ της Nέας Yόρκης.
[λόγ. < γαλλ. philharmonique < ιταλ. filarmonico `μέλος καλλιτεχνικού ομίλου΄ < fil- = φιλ(ο)- + αρχ. ἁρμον(ία) -ico = -ικος]