Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλαρέσκεια η [filaréskia] Ο27 : η επιθυμία και η προσπάθεια κάποιου να αρέσει, να φαίνεται ωραίος: H ~ δεν είναι πια χαρακτηριστικό μόνο των γυναικών.
[λόγ. φιλάρεσκ(ος) -εια κατά το αυταρέσκεια μτφρδ. γερμ. Gefallsucht]