Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλήσυχος -η -ο [filísixos] Ε5 : που του αρέσει η ησυχία, που αποφεύγει τις εντάσεις και τις τριβές με το περιβάλλον του: Είναι φιλήσυχο ανθρωπάκι. || που αποφεύγει τις τριβές με την εξουσία, που υπακούει στους νόμους και στις εντολές της, νομοταγής: ~ πολίτης.
φιλήσυχα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. φιλήσυχος]