Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλέτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλέτο το [filéto] Ο39 : I1. κρέας από την περιοχή των νεφρών ορισμένων ζώων: ~ μοσχαρίσιο / χοιρινό. 2. εκλεκτό κρέας από ψάρι, που του έχουν αφαιρεθεί τα κόκαλα: ~ ψαριού / χελιού / πέστροφας. II. στενή διακοσμητική λωρίδα δαπέδου (από μάρμαρο, μωσαϊκό, ξύλο κτλ.). φιλετάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. filetto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες