Παράλληλη αναζήτηση
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλέ το [filé] Ο (άκλ.) & φιλές ο [filés] Ο13 : I. δικτυωτό πλέγμα (από νήμα ή από πλαστικό) που χρησιμοποιείται: 1α. για να συγκρατούνται τα γυναικεία μαλλιά: Ένα ~, ένα πιστολάκι και μια χτένα. β. για να χωρίζει στα δύο τον αγωνιστικό χώρο σε ορισμένα αθλήματα, π.χ. βόλεϊ, πιγκ πογκ, τένις· δίχτυ: Tα χέρια των παικτών δεν πρέπει να ακουμπάνε στο ~. 2. (και ως επίθ.) ό,τι μοιάζει με δίχτυ: Kάλτσες ~, δικτυωτές. Πλέξη ~. II. (τυπ.) μικρή, λεπτή γραμμή, που χρησιμοποιείται για να διαχωρίζει αυτοτελή κείμενα σε εφημερίδες και σε περιοδικά.
φιλεδάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. filet· μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]
- φιλειρηνικός -ή -ό [filirinikós] Ε1 : 1. που αγαπάει την ειρηνική, την ήσυ χη ζωή: Φιλειρηνικοί άνθρωποι / λαοί· (πρβ. ειρηνόφιλος). 2. που επιδιώ κει, που στοχεύει στην εξασφάλιση της ειρήνης: H κυβέρνηση ακολουθεί φιλειρηνική πολιτική.
[λόγ. < μσν. φιλειρηνικός < φιλ(ο)- + ειρηνικός]
- φιλειρηνισμός ο [filirinizmós] Ο17 : κοινωνική θεωρία και πολιτική αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι διαφορές μεταξύ των εθνών μπορούν και πρέπει να επιλύονται ειρηνικά, με διαπραγματεύσεις και όχι με τη βία, με πολέμους· πασιφισμός.
[λόγ. φιλειρην(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. pacifisme]
- φιλεκπαιδευτικός -ή -ό [filekpeδeftikós] Ε1 : που στοχεύει στην προαγωγή των εκπαιδευτικών θεμάτων: Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία.
[λόγ. φιλ(ο)- + εκπαιδευτικός]
- φιλελευθερισμός ο [filelefθerizmós] Ο17 : 1. το σύνολο των ιδεών, των θεωριών και των αρχών με τις οποίες διακηρύσσεται η ελευθερία του ατόμου στο οικονομικό, στο πολιτικό και στο θρησκευτικό επίπεδο· λιμπεραλισμός: Ο ~ ήρθε το 18ο αι. ως αντίδραση στους περιορισμούς του ατόμου από τη μεσαιωνική παράδοση. Πολιτικός / οικονομικός / θρησκευτικός ~. H ιδεολογία του φιλελευθερισμού στήριξε πολλές φορές απολυταρχικά καθεστώτα. 2. η προσήλωση στις αρχές του φιλελευθερισμού: Yπήρξε πάντα συνεπής στο φιλελευθερισμό του.
[λόγ. φιλελεύθερ(ος)2 -ισμός μτφρδ. αγγλ. liberalism]
- φιλελευθεροποίηση η [filelefθeropíisi] Ο33 : η άρση περιορισμών και απαγορεύσεων: ~ της οικονομίας.
[λόγ. φιλελεύθερ(ος)2 -ο- + -ποίηση απόδ. αγγλ. liberalization]
- φιλελευθεροποιώ [filelefθeropió] -ούμαι Ρ10.9 : αίρω περιορισμούς και απαγορεύσεις, επιχειρώ φιλελευθεροποίηση: Tο καθεστώς / η κοινωνία / η οικονομία φιλελευθεροποιήθηκε.
[λόγ. φιλελεύθερ(ος)2 -ο- + -ποιώ απόδ. αγγλ. liberalize]
- φιλελεύθερος -η -ο [fileléfθeros] Ε5 : 1. που αγαπάει την ελευθερία: Έχει φιλελεύθερες ιδέες. 2. που κινείται, που δρα ή εκφράζεται στα πλαίσια του φιλελευθερισμού: Φιλελεύθερη πολιτική / οικονομία / ιδεολογία. Φιλελεύθερα ρεύματα / καθεστώτα. || που είναι οπαδός του φιλελευθερισμού: ~ πολιτικός. || (ως ουσ.) ο φιλελεύθερος, οπαδός του φιλελευθερισμού: Σύγκρουση των φιλελευθέρων με τους μοναρχικούς.
[λόγ.: 1: ελνστ. φιλελεύθερος· 2: σημδ. αγγλ. liberal]
- φιλέλληνας ο [filélinas] Ο5 : ξένος υπήκοος που συμπαθεί και υποστηρίζει τους Έλληνες και την Ελλάδα. ANT μισέλληνας, ανθέλληνας: Οι Φιλέλληνες του 1821. Πολλοί από τους ανθρώπους του πνεύματος στην Ευρώπη ήταν και είναι φιλέλληνες.
[λόγ. < αρχ. φιλέλλην, αιτ. -ηνα & σημδ. (ιδ. στον πληθ.) γαλλ. philhellènes < αρχ. φιλέλλην]
- φιλελληνικός -ή -ό [filelinikós] Ε1 : που τον διακρίνει η θετική στάση, η συμπάθεια απέναντι στους Έλληνες και στην Ελλάδα. ANT ανθελληνικός: Φιλελληνική πολιτική.
[λόγ. < γαλλ. philhellénique < philhellèn(e) = φιλελλην- (δες φιλέλληνας) -ique = -ικός]