Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλάρεσκος -η -ο [filáreskos] Ε5 : 1. που θέλει και προσπαθεί να αρέσει, να φαίνεται ωραίος: Tα φιλάρεσκα άτομα προσέχουν πολύ την εμφάνισή τους. 2. που χαρακτηρίζεται από φιλαρέσκεια: Φιλάρεσκο χαμόγελο.
φιλάρεσκα ΕΠIΡΡ. [λόγ. φιλ(ο)- + -άρεσκος κατά το αυτάρεσκος μτφρδ. γερμ. gefallsüchtig]