Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιδωτός -ή -ό [fiδοtós] Ε1 : που μοιάζει με φίδι και ειδικότερα (για δρόμους, ποτάμια κτλ.) που σχηματίζει σπείρες· ελικοειδής: Ένα φιδωτό μονοπάτι οδηγούσε ως τη σπηλιά.
[φίδ(ι) -ωτός]