Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιδές ο [fiδés] Ο13 : 1. είδος ζυμαρικού με μορφή λεπτών νημάτων: Σούπα φιδέ. 2. η σούπα που γίνεται από το ομώνυμο ζυμαρικό.
[ιταλ. (γενοβ.) fidê ή ισπαν. fideo `λεπτό ζυμαρικό΄ -ς]