Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιγουρίνι το [fiγuríni] Ο44 : 1. έντυπο με σχέδια και με εικόνες μόδας (ρούχα, καπέλα κτλ.). (έκφρ.) είναι σαν να βγήκε από (το) ~, για κπ. που ντύνεται πολύ κομψά και σύμφωνα με τη μόδα. 2. (μτφ.) λεπτός και καλοσχηματισμένος άνθρωπος που ντύνεται κομψά και σύμφωνα με τη μόδα: Είναι / ντύνεται σαν ~.
[βεν. figurin -ι ή ιταλ. αρσ. figurino, πληθ. figurini που θεωρήθηκε ουδ. εν.]