Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιέστα η [fxésta] Ο25 : 1. έντονος και θεαματικός πανηγυρισμός, εορτασμός ενός γεγονότος (μιας νίκης, μιας επιτυχίας κτλ.): Οι οπαδοί της πρωταθλήτριας ομάδας οργάνωσαν μια μεγάλη ~ στους δρόμους της πόλης. 2. (μτφ., μειωτ.) οργανωμένη εκδήλωση όπου κυριαρχεί το θεαματικό, το φαντασμαγορικό, το εντυπωσιακό σε βάρος της ουσίας ή της σοβαρότητας: Aντί να κάνουν πολιτικό διάλογο, οργάνωσαν προεκλογικές φιέστες.
[ιταλ. (παλ. ή διαλεκτ.) *fiesta (πρβ. festa)]