Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιάλη η [fiáli] Ο30 : I. (λόγ.) 1. το μπουκάλι: Ο τραυματίας χρειάστηκε πέντε φιάλες αίματος. Mια ~ μπίρα(ς). 2. ό,τι μοιάζει με μπουκάλι: Φιάλες οξυγόνου, μπουκάλες που περιέχουν οξυγόνο και χρησιμοποιούνται από τους δύτες ή για καθαρά ιατρικούς σκοπούς. Φιάλες υγραερίου, μποτίλιες. II. κρήνη με λεκάνη και με θολωτή οροφή, που βρισκόταν στο αίθριο της χριστιανικής βασιλικής και χρησίμευε για το πλύσιμο όσων έμπαιναν στο ναό. III. αρχαίο αγγείο από πηλό, πλατύ και βαθύ· τάσι.
φιαλίδιο το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1. [λόγ.: III: αρχ. φιάλη· II: μσν. σημ.· I: σημδ. γαλλ. fiole ή ιταλ. fiala (στη νέα σημ.) < μσνλατ. phiola < λατ. phiala < αρχ. φιάλη· λόγ. < ελνστ. φιαλίδιον `μικρή φιάληIII΄ με αλλ. της σημ. κατά το φιάληI1]