Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φθόνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φθόνος ο [fθónos] Ο18 : το αρνητικό συναίσθημα της λύπης, της στενοχώριας και της δυσαρέσκειας που αισθάνεται κάποιος για την ευτυχία, την επιτυχία ή την υπεροχή των άλλων· (πρβ. ζήλια, κακεντρέχεια): H γρήγορη άνοδός του στην υπηρεσία προκάλεσε το φθόνο των συναδέλφων του.

[λόγ. < αρχ. φθόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες