Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φθορίζων -ουσα -ον [fθorízon] Ε12 : που εκπέμπει ακτινοβολία με βάση το φαινόμενο του φθορισμού: Φθορίζοντα σώματα. Φθορίζον φως, αυτό που εκπέμπεται από φθορίζοντα σώματα.
[λόγ. μεε. του φθορίζω]