Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φημισμένος -η -ο [fimizménos] Ε3 : που έχει αποκτήσει φήμη, που είναι ευρύτερα γνωστός· ονομαστός, ξακουστός: Tα φημισμένα γαλλικά κρασιά / πούρα Aβάνας. ~ καλλιτέχνης / συγγραφέας / δικηγόρος.
[λόγ. μππ. του φημίζομαι μτφρδ. γαλλ. fameux]