Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φημίζομαι [fimízome] Ρ2.1β μππ. φημισμένος* : έχω, αποκτώ φήμη, είμαι, γίνομαι ευρύτερα γνωστός: H περιοχή φημίζεται για τα νόστιμα φρούτα / για την ωραία παραλία / για τη φιλοξενία των κατοίκων της. Ο άνθρωπος αυτός φημίζεται για την τιμιότητά του / την ακεραιότητά του / την ψευτιά του / τη χυδαιότητά του / την τεμπελιά του. Ο Δημοσθένης φημιζόταν για τη ρητορική του δεινότητα.
[λόγ. < ελνστ. φημίζεται `κυκλοφορεί η φήμη για κπ.΄ (αρχ. φημίζω `διαδίδω πληροφορία΄) & σημδ. γαλλ. avoir la réputation]