Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φερφορζέ το [férforzé] Ο (άκλ.) : σφυρηλατημένο σίδερο, το οποίο χρησιμοποιείται σε κατασκευές που συχνά έχουν στοιχεία διακόσμησης: Πολυθρόνες / καρέκλες / τραπεζάκια ~.
[λόγ. < γαλλ. fer forgé]