Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φερμάρω [fermáro] Ρ6α : (λαϊκ.) παρακολουθώ τη θέση ή τις κινήσεις κάποιου με το βλέμμα μου, κοιτάζω κπ. ή κτ. προσεκτικά. || (ειδ. για ζώα και κυνηγετικά σκυλιά) ιχνηλατώ, εντοπίζω και παρακολουθώ το θήραμα, στήνω καρτέρι, ενεδρεύω.
[ιταλ. fermar(e) -ω (αρχική σημ.: `σταματάω, κλείνω΄)]