Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φεουδαρχικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φεουδαρχικός -ή -ό [feuδarxikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φέουδο, στο φεουδάρχη ή στη φεουδαρχία· (πρβ. τιμαριωτικός): Φεουδαρχικό σύστημα. Φεουδαρχική εξουσία.

[λόγ. φεουδαρχ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες