Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φεουδαρχία η [feuδarxía] Ο25 : πολιτικοκοινωνικό καθεστώς της μεσαιω νικής Δυτικής Ευρώπης, που στηριζόταν στη διαίρεση του κράτους σε φέουδα· (πρβ. τιμαριωτισμός): H ~ προέκυψε από την αποσύνθεση της ρωμαϊκής οικονομίας και την εισβολή των γερμανικών λαών. || (επέκτ.) μειωτικός συνήθ. χαρακτηρισμός για κάθε καθεστώς με χαρακτηριστικά που μοιάζουν με τη φεουδαρχία ή που τη θυμίζουν.
[λόγ. φεουδάρχ(ης) -ία απόδ. ιταλ. feudalismo]