Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φεμινιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φεμινιστικός -ή -ό [feministikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φεμινισμό ή στις φεμινίστριες: Φεμινιστικό κίνημα / άρθρο / περιοδικό. Φεμινιστικές εκδηλώσεις / απόψεις / θέσεις. φεμινιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. φεμινιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες