Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φελιζόλ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φελιζόλ το [felizól] Ο (άκλ.) : λευκοί κόκκοι από πλαστικό υλικό, που χρησιμοποιούνται κυρίως ως μονωτικό και συσκευαστικό υλικό (είτε ως κόκκοι είτε πεπιεσμένοι σε σχήμα πλάκας): Οι μονώσεις των τοίχων έγιναν με πλάκες από ~.

[σήμα κατατ.(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες