Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φεγγίζω [fen
ízo & fe ízo] Ρ2.1α (στο γ' πρόσ.) : (για πργ.) 1. εκπέμπω λιγοστό φως, φωτίζω αμυδρά: Στο βάθος φεγγίζει ένα μικρό φωτάκι. 2. επιτρέπω να περνάει μια (μικρή) ποσότητα φωτός: Tο ύφασμα / το φόρεμα είναι λεπτό και φεγγίζει. [μσν. φεγγίζω < φέγγ(ος) -ίζω]