Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φατριάζω [fatriázo] Ρ2.1α : ανήκω σε φατρία, δρω στα πλαίσιά της.
[λόγ. < αρχ. φρατριάζω `ανήκω σε αδελφότητα΄ (ελνστ. φατριάζω, σημ.: `συνωμοτώ΄) κατά την αλλ. της σημ. της λ. φατρία & σημδ. αγγλ. clan]