Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασόν το [fasón] Ο (άκλ.) : η ανάληψη από κπ. της εκτέλεσης ενός τμήματος μιας συνολικότερης εργασίας για λογαριασμό τρίτων: Δουλεύω ~. || (ειδικότ.) η ανάληψη από κπ. για λογαριασμό τρίτου της κοπτικής και ραπτικής εργασίας ως τμήματος της κατασκευής ενδυμάτων: Ράβει ~ στο σπίτι και βγάζει ένα καλό μεροκάματο.
[λόγ. < γαλλ. façon]