Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φασουλής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φασουλής ο [fasulís] Ο8 : 1. όνομα κεντρικού προσώπου στο κουκλοθέατρο. || (επέκτ., παρωχ.) το κουκλοθέατρο. 2. (μτφ.) α. άτομο αστείο, που κάνει τους άλλους να γελούν· γελωτοποιός: Έκανε το φασουλή για να γελάει η παρέα. β. άτομο γελοίο, χωρίς σοβαρότητα και κύρος: Είναι ένας ~, που κανένας δεν τον παίρνει στα σοβαρά.

[φασούλ(ι) -ής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες