Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασολιά η [fasolá] Ο24 : ποώδες ετήσιο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών, που ο καρπός του είναι λοβός και τρώγεται είτε ως όσπριο (φασόλι) είτε ως λαχανικό (φασολάκι).
[φασόλ(ι) -ιά]