Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φασολάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φασολάκι το [fasoláki] Ο44α : ο πράσινος καρπός της φασολιάς, που τρώγεται μαγειρεμένος ως λαχανικό: Φασολάκια λαδερά / βραστά / σαλάτα. Φρέσκα φασολάκια.

[φασόλ(ι) -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες