Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φασματοσκοπικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φασματοσκοπικός -ή -ό [fazmatoskopikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φασματοσκοπία ή στο φασματοσκόπιο: Φασματοσκοπική ανάλυση / παράλλαξη.

[λόγ. φασματοσκοπ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. spectro scopique (-ique = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες