Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φασματογράφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φασματογράφος ο [fazmatoγráfos] Ο18 : συσκευή για τη φωτογραφική (ή άλλου είδους) απεικόνιση ενός φάσματος: ~ μαγνητικός / μάζας.

[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + -γράφος μτφρδ. γαλλ. spectrographe]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες