Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασκέλωμα το [faskéloma] Ο49 : μούντζωμα: Οι δύο οδηγοί αντάλλαξαν βρισιές και φασκελώματα.
[μσν. σφακέλωμαν < σφακελώ(νω) -μα με μετάθ. του [s] κατά το σφάκελος > φάσκελο]