Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φασιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φασιστικός -ή -ό [fasistikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο φασισμό ή στο φασίστα: Φασιστικό καθεστώς. Mετά τον πόλεμο ήρθαν στο φως οι φασιστικές φρικαλεότητες. 2. που είναι αυταρχικός, αντιδημοκρατικός, που επιβάλλεται με τη βία: Tα φασιστικά μέτρα / οι φασιστικοί νόμοι της κυβέρνησης. φασιστικά ΕΠIΡΡ: Xαιρετάει / συμπεριφέρεται ~.

[λόγ. φασίστ(ας) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες