Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασαρία η [fasaría] Ο25 : 1. δυνατός, δυσάρεστος και ενοχλητικός θόρυβος: Πού να κοιμηθεί κανείς μ΄ αυτή τη ~. 2. κατάσταση όπου επικρατεί η ταραχή, η αναστάτωση, τα επεισόδια: Έγινε μεγάλη ~ μέσα στην αγορά. Έγιναν φασαρίες με τους φοιτητές και την αστυνομία, επεισόδια. 3. ενοχλητική, δυσάρεστη ασχολία, φροντίδα· μπλέξιμο: Έχω φασαρίες με τους γείτονες, προστριβές. Δε θέλω φασαρίες στο κεφάλι μου.
[βεν. *fesaria (πρβ. ιταλ. fesseria) με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασαρίας ο [fasarías] Ο3 : στην έκφραση καπετάν ~, για άτομο που πρωτοστατεί στη δημιουργία ταραχών, αναστατώσεων: Tο μικρότερο από τα παιδιά ήταν ο καπετάν ~ της οικογένειας.
[φασαρί(α) -ας]