Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρόπλοιο το [faróplio] Ο41 : (ναυτ.) πλωτός φάρος προσωρινός ή μόνιμος, τοποθετημένος σε επικίνδυνα σημεία (αβαθή, ύφαλους κτλ.)· καραβοφάναρο: Οχηματαγωγό συγκρούστηκε με ~.
[λόγ. φάρ(ος) -ο- + πλοίον μτφρδ. γαλλ. bateau-phare (phare < ελνστ. φάρος)]