Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαρσέρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρσέρ ο [farsér] Ο (άκλ.) : αυτός που του αρέσει και που συνηθίζει να κάνει φάρσες: Aδιόρθωτος ~. Tο τηλεφώνημα για βόμβα στο αεροπλάνο αποδείχτηκε έργο ~.

[λόγ. < γαλλ. farceur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες