Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρσέρ ο [farsér] Ο (άκλ.) : αυτός που του αρέσει και που συνηθίζει να κάνει φάρσες: Aδιόρθωτος ~. Tο τηλεφώνημα για βόμβα στο αεροπλάνο αποδείχτηκε έργο ~.
[λόγ. < γαλλ. farceur]