Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαρμακώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρμακώνω [farmakóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. δίνω σε κπ. δηλητήριο, δηλητηριάζω, σκοτώνω με δηλητήριο: Πάει το σκυλάκι μας, το φαρμακώσανε. Tον παράτησε η αρραβωνιαστικιά του κι αυτός φαρμακώθηκε, πήρε δηλητήριο για να αυτοκτονήσει. 2. για πικρή γεύση: Δεν έβαλα ζάχαρη στον καφέ και φαρμακώθηκα. 3. (μτφ.) προκαλώ έντονο, οξύ πόνο: α σωματικό: Mου πάτησε τον κάλο και με φαρμάκωσε, ο αφιλότιμος! β. ψυχικό· θλίψη, πικρία: Tον είδα στην κηδεία της αδελφής του κι ήταν φαρμακωμένος, ο δύστυχος.

[ελνστ. φαρμακ(οῦμαι) -ώνομαι (αρχ. φαρμακῶ `θεραπεύω με φάρμακα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες