Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρμακοτρίφτης ο [farmakotríftis] Ο10 : (προφ., παρωχ.) 1. πρακτικός, εμπειρικός φαρμακοποιός ή βοηθός φαρμακοποιού. 2. (μειωτ.) φαρμακοποιός.
[λόγ. < ελνστ. φαρμακοτρίπτης (αρχ. φαρμακοτρίβης) (στη σημ. 1) με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]