Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρμακολογικός -ή -ό [farmakolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φαρμακολογία: Φαρμακολογική μελέτη / έρευνα.
[λόγ. < γαλλ. pharmacologique < pharmacolog(ie) = φαρμακολογ(ία) -ique = -ικός]