Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρμακευτικός -ή -ό [farmakeftikós] Ε1 : 1. που είναι σχετικός με τα φάρμακα ή με την παρασκευή τους: Φαρμακευτικά προϊόντα / σκευάσματα. Φαρμακευτικές ουσίες. Φαρμακευτικά καλλυντικά, που περιέχουν και φαρμακευτικές ουσίες. Φαρμακευτική βιομηχανία. Φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα. ~ κώδικας. 2. που έχει ιδιότητες φαρμάκου: Φαρμακευτικά φυτά / βοτάνια. 3. που αναφέρεται στη φαρμακευτική: Φαρμακευτικά περιοδικά. || (ως ουσ.) η φαρμακευτική*.
φαρμακευτικά & (λόγ.) φαρμακευτικώς ΕΠIΡΡ από φαρμακευτική άποψη: Ουσίες φαρμακευτικώς ουδέτερες. [λόγ. < αρχ. φαρμακευτικός `που γίνεται με φάρμακα΄ σημδ. γαλλ. pharmaceutique (στη νέα σημ.) < αρχ. φαρμακευτικός· λόγ. φαρμακευτικ(ός) -ώς]