Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρμακερός -ή -ό [farmakerós] Ε1 : 1α. που περιέχει δηλητήριο, δηλητη ριώδης. β. (κυρ. για ζώα, ιδ. για φίδια) που διοχετεύει δηλητήριο, που δηλητηριάζει· δηλητηριώδης, ιοβόλος: Φαρμακερή οχιά. Φαρμακερό φίδι. 2. (μτφ.) α. που πληγώνει, τραυματίζει, που δηλητηριάζει ψυχικά· δηκτικός, πικρός: Φαρμακερή γλώσσα / ματιά. Φαρμακερά λόγια. Tου ΄ριξε ένα φαρμακερό βλέμμα, γεμάτο κακία, μίσος, έχθρα. || Φαρμακερές τιμές, υπερβολικά ψηλές. β. που προξενεί μεγάλη, αναπόδραστη βλάβη, ζημιά: Φαρμακερό βόλι. M΄ ένα φαρμακερό σουτ άφησε άναυδο τον αντίπαλο τερματοφύλακα. (έκφρ.) τρίτη* και φαρμακερή. 3. (για ψύχος) που είναι έντονος, διαπεραστικός· δριμύς, τσουχτερός: Φαρμακερό κρύο.
[φαρμάκ(ι) -ερός (διαφ. το ελνστ. φαρμακηρός `επεξεργασμένος με προστατευτικό χρώμα΄)]