Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρμακείο το [farmakío] Ο39 : 1. κατάστημα στο οποίο παρασκευάζονται και διατίθενται φάρμακα: Διανυκτερεύοντα / διημερεύοντα φαρμακεία. || χώρος (π.χ. σε νοσηλευτικό ίδρυμα) από όπου διατίθενται φάρμα κα: ~ νοσοκομείου / κλινικής / μονάδας. 2. κουτί, θήκη που περιέχει φάρμακα και άλλα είδη (π.χ. επιδέσμους, γάζες κτλ.) για περιπτώσεις τραυματισμού από ατύχημα: Kάθε αυτοκίνητο πρέπει να έχει ~. 3. (μτφ.) κατάστημα με πολύ ακριβές τιμές, σφαγείο: Σκέτο ~ είναι αυτή η μπουτίκ!
[λόγ. φάρμακ(ον) -είον μτφρδ. γαλλ. pharmacie < υστλατ. pharmacia < αρχ. φαρμακ(ε)ία στη σημ.: `χρήση (καθαρτικών) φαρμάκων΄]