Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρμάκι το [farmáki] Ο44 : (οικ.) 1. δηλητηριώδης ουσία, δηλητήριο: Παίρ νω / πίνω ~. Πήρε ~ να σκοτωθεί / να πεθάνει. 2. (μτφ.) καθετί που έχει πολύ πικρή γεύση: Tο στόμα μου είναι ~ από τα τσιγάρα. ~ τον έκανες τον καφέ. 3. (μτφ.) α. για κτ. που είναι υπερβολικά δηκτικό, γεμάτο κακότητα και κακία (και που προκαλεί στον αποδέκτη ψυχικό πόνο, θλίψη, δυσαρέσκεια, πίκρα): Tα λόγια του είναι ~. ΦΡ στάζει η γλώσσα* του ~. χύνω* το ~ μου. β. ψυχικός πόνος, βάσανο, πίκρα, θλίψη: Έχει τις χαρές της η ζωή, έχει και τα φαρμάκια. Mε πότισες ~. Πίνω για να πάνε κάτω τα φαρμάκια. ΦΡ πίνω φαρμάκι(α), πικραίνομαι, πονώ, βασανίζομαι ψυχικά. ποτίζω* κπ. ~. γ. σε κατηγορηματική χρήση: ~ το κρύο, οξύ, διαπεραστικό. Έξω κάνει ~, οξύ και διαπεραστικό κρύο. ~ οι τιμές στα μαγαζιά, πολύ υψηλές. Aυτός ο ποδοσφαιριστής έχει ένα σουτ ~, πολύ ισχυρό.
[μσν. φαρμάκιν < *φαρμάκιον υποκορ. του αρχ. φάρμακον στη σημ.: `δηλητήριο΄ (διαφ. το συγγ. αρχ. φαρμάκιον `ήπιο καθαρτικό΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρμακίλα η [farmakíla] Ο25α : έντονα δυσάρεστη γεύση ή οσμή φαρμάκου: Έμεινε στο στόμα μου μια ~. Δεν αντέχω τη ~ των νοσοκομείων.
[φαρμάκ(ι) -ίλα]