Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαρισαϊσμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρισαϊσμός ο [farisaizmós] Ο17 : ενέργεια, πράξη ή συμπεριφορά υποκριτική, δόλια, επίπλαστα ευγενική: Σιχαίνομαι το φαρισαϊσμό των πολιτικάντηδων.

[λόγ. < γαλλ. pharisaïsme < pharisa(ïque) = φαρισα(ϊκός) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες