Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρδύς -ιά -ύ [farδís] Ε7 : που έχει (μεγάλο) πλάτος· πλατύς. ANT στενός: ~ δρόμος. Φαρδύ κρεβάτι. H στενή μέση και οι φαρδιές πλάτες δείχνουν αθλητικό σώμα. || (ιδ. για ένδυση, υπόδηση) που είναι μεγαλύτερος από το κανονικό, το συνηθισμένο μέγεθος, που δεν είναι εφαρμοστός: Φαρδύ φόρεμα / πουκάμισο / σακάκι / μανίκι. ~ γιακάς / λαιμός. Φαρδιά παπούτσια / μπατζάκια. Aυτή η μπλούζα μού έρχεται / μού είναι λίγο φαρδιά. (έκφρ.) ~ πλατύς, επιτατικά για κπ. που πέφτει, που ξαπλώνει κτλ.: Έπεσε / ξάπλωσε ~ πλατύς.
φαρδιά ΕΠIΡΡ (έκφρ.) ~ πλατιά, για επίταση: Έπεσε κάτω ~ πλατιά. Έβαλε την υπογραφή του ~ πλατιά. [μσν. φαρδύς ίσως < αρχ. εὐφραδής `εύγλωττος, με “πλατύ” λόγο΄ > *φραδύς (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > φαρδύς (μετάθ. του [r] ) με κλίση κατά το συν. πλατύς]