Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαραώ ο [faraó] Ο (άκλ.) : I. τίτλος των ηγεμόνων (βασιλιάδων) της αρχαίας Aιγύπτου: ~ Ραμσής / Σέσωστρις. Οι τάφοι / οι πυραμίδες των ~. || Οι δέκα πληγές* του Φαραώ. || Mούμια* του Φαραώ. II. είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με τράπουλα.
[λόγ.: I: ελνστ. Φαραώ (αιγυπτ. προέλ. μέσω των εβρ.)· ΙΙ: σημδ. γαλλ. pharaon (στη νέα σημ.) < υστλατ. Ρharaon < ελνστ. Φαραώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαραωνικός -ή -ό [faraonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους φαραώ: Φαραωνικές δυναστείες. ~ τάφος.
[λόγ. < γαλλ. pharaonique < Ρharaon = Φαραώ (-ique = -ικός)]